- σθεναρότητα
- ηψυχική δύναμη, θάρρος: Αντιστάθηκε με σθεναρότητα σ' όλες τις πιέσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σθεναρότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σθεναρού, το σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθεναρός. Η λ., στον λόγιο τ. σθεναρότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek
εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… … Dictionary of Greek
κραταιότητα — η (AM κραταιότης, ητος) [κραταιός] 1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ) 2. η κατίσχυση … Dictionary of Greek
μεγαλοκήρυξ — μεγαλοκήρυξ, υκος, ὁ (Μ) αυτός που κηρύσσει κάτι με σθεναρότητα … Dictionary of Greek